αντιμετωπίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.me.toˈpi.zo/
- Hyphenation: α‧ντι‧με‧τω‧πί‧ζω
Verb
αντιμετωπίζω • (antimetopízo) (past αντιμετώπισα, passive αντιμετωπίζομαι)
Conjugation
αντιμετωπίζω αντιμετωπίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αντιμετωπίζω | αντιμετωπίσω | αντιμετωπίζομαι | αντιμετωπιστώ, αντιμετωπισθώ |
| 2 sg | αντιμετωπίζεις | αντιμετωπίσεις | αντιμετωπίζεσαι | αντιμετωπιστείς, αντιμετωπισθείς |
| 3 sg | αντιμετωπίζει | αντιμετωπίσει | αντιμετωπίζεται | αντιμετωπιστεί, αντιμετωπισθεί |
| 1 pl | αντιμετωπίζουμε, [‑ομε] | αντιμετωπίσουμε, [‑ομε] | αντιμετωπιζόμαστε | αντιμετωπιστούμε, αντιμετωπισθούμε |
| 2 pl | αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίσετε | αντιμετωπίζεστε, αντιμετωπιζόσαστε | αντιμετωπιστείτε, αντιμετωπισθείτε |
| 3 pl | αντιμετωπίζουν(ε) | αντιμετωπίσουν(ε) | αντιμετωπίζονται | αντιμετωπιστούν(ε), αντιμετωπισθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αντιμετώπιζα | αντιμετώπισα | αντιμετωπιζόμουν(α) | αντιμετωπίστηκα, αντιμετωπίσθηκα |
| 2 sg | αντιμετώπιζες | αντιμετώπισες | αντιμετωπιζόσουν(α) | αντιμετωπίστηκες, αντιμετωπίσθηκες |
| 3 sg | αντιμετώπιζε | αντιμετώπισε | αντιμετωπιζόταν(ε) | αντιμετωπίστηκε, αντιμετωπίσθηκε |
| 1 pl | αντιμετωπίζαμε | αντιμετωπίσαμε | αντιμετωπιζόμασταν, (‑όμαστε) | αντιμετωπιστήκαμε, αντιμετωπισθήκαμε |
| 2 pl | αντιμετωπίζατε | αντιμετωπίσατε | αντιμετωπιζόσασταν, (‑όσαστε) | αντιμετωπιστήκατε, αντιμετωπισθήκατε |
| 3 pl | αντιμετώπιζαν, αντιμετωπίζαν(ε) | αντιμετώπισαν, αντιμετωπίσαν(ε) | αντιμετωπίζονταν, (αντιμετωπιζόντουσαν) | αντιμετωπίστηκαν, αντιμετωπιστήκαν(ε), αντιμετωπίσθηκαν, αντιμετωπισθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα αντιμετωπίζω ➤ | θα αντιμετωπίσω ➤ | θα αντιμετωπίζομαι ➤ | θα αντιμετωπιστώ / αντιμετωπισθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιμετωπίζεις, … | θα αντιμετωπίσεις, … | θα αντιμετωπίζεσαι, … | θα αντιμετωπιστείς / αντιμετωπισθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιμετωπίσει έχω, έχεις, … αντιμετωπισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αντιμετωπιστεί / αντιμετωπισθεί είμαι, είσαι, … αντιμετωπισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιμετωπίσει είχα, είχες, … αντιμετωπισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αντιμετωπιστεί / αντιμετωπισθεί ήμουν, ήσουν, … αντιμετωπισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιμετωπίσει θα έχω, θα έχεις, … αντιμετωπισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αντιμετωπιστεί / αντιμετωπισθεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιμετωπισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αντιμετώπιζε | αντιμετώπισε | — | αντιμετωπίσου |
| 2 pl | αντιμετωπίζετε | αντιμετωπίστε | αντιμετωπίζεστε | αντιμετωπιστείτε, αντιμετωπισθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αντιμετωπίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αντιμετωπίσει ➤ | αντιμετωπισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αντιμετωπίσει | αντιμετωπιστεί, αντιμετωπισθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντιμετώπιση f (antimetópisi, “encounter, confrontation”)
- αντιμέτωπος (antimétopos, “facing”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.